- τεϊοπότης
- ο, Ναυτός που πίνει συχνά τσάι, που τού αρέσει το τσάι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο-πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεϊοποσία — η, Ν. το να πίνει κανείς τσάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεϊοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τεϊοποτείο — το, Ν (λόγιος τ.) κατάστημα στο οποίο σερβίρεται αφέψημα τσαγιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεϊοπότης. Η λ., στον λόγιο τ. τεϊοποτεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek